- πράγμα
- το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις2. (σε αντιδιαστολή προς πρόσωπο ή ζώο) κάθε άψυχο υλικό σώμα («υποκείμενο τού ρήματος καλείται κάθε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα, για το οποίο γίνεται λόγος»)3. γεγονός (α. «να σάς διηγηθώ πώς έγινε το πράγμα» β. «πρὸς τὸ πρᾱγμα καὶ τὴν ἀλήθειαν», Αριστοτ.)4. ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος (α. «δεν είναι έτσι το πράγμα» β. «γράφοντες μαρτυρίες οὐδὲν πρὸς τὸ πρᾱγμα», Δημοσθ.)5. καθετί που κατέχει κανείς, περιουσία, κτήμα (α. «δεν μού αρέσει να μοιράζομαι με άλλους τα πράγματά μου» β. «ἐν ᾦπέρ ἔστι πάντα μοι τὰ πράγματα», Αριστοφ.)6. στον πληθ. τα πράγματαα) (γενικά) (σχετικά με πολιτεία, κοινωνία, άτομο) περιστάσεις, υποθέσεις, υπάρχουσα κατάσταση (α. «τώρα τελευταία τα πράγματα δεν πηγαίνουν και τόσο καλά» β. «ἐν τοιούτοις δὲ ὄντες πρήγμασι συμβουλευόμεθά σοι», Ξεν.)β) δημόσιες υποθέσεις, πολιτική κατάσταση (α. «αν δεν αλλάξουν τα πράγματα, δεν πρόκειται να πάμε μπροστά» β. «ἐστ' ἐν ἡμῑν τῆς πόλεως τὰ πράγματα», Αριστοφ.)γ) εργασία, ασχολία (α. «έχω πολλά πράγματα να κάνω» β. «οὔτε ἐμαυτοῡ οὔτε ἀλλότρια πράγματα πράξας», Λυσ.)δ) ενοχλήσεις, δυσκολίες, στενοχώριες (α. «συνεχώς δημιουργεί πράγματα» β. «ἁπάντων αἰτίων τῶν πραγμάτων», Αριστοφ.)7. φρ. «οἱ ἐν τοῑς πράγμασι» — αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία, οι κυβερνώντεςνεοελλ.1. (νομ.) κάθε ενσώματο αντικείμενο τής απρόσωπης φύσης που μπορεί αυτοτελώς να κατέχεται και να χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένων και τών πάσης φύσεως φυσικών δυνάμεων που ως ελεγχόμενες ποσότητες υπόκεινται σε ανθρώπινη εκμετάλλευση2. (φιλοσ.) καθετί το οποίο μπορεί να τεθεί ως αντικείμενο τής σκέψης και τού οποίου την ύπαρξη μπορούμε να υποθέσουμε, να δεχθούμε ή να αρνηθούμε3. καθετί που παράγει κανείς, προϊόν («φέτος ο κήπος θα έχει πολύ πράγμα»)4. (κατ' επέκτ.) εμπόρευμα, πραμάτεια («αυτό το κατάστημα έχει πολλά πράγματα»)5. αιδοίο ή πέος6. (στην Κρήτη ως επίρρ. σε αρνητική προτ.) τίποτε, καθόλου («δεν κατέχω πράγμα» — δεν γνωρίζω τίποτε)7. στον πληθ. τα πράγματα και πράματαα) αποσκευές («σε αυτό το ταξίδι δεν θα πάρω πολλά πράγματα»)β) βοσκήματα, ζώα («έβγαλε τα πράγματα για βοσκή»)8. φρ. α) «πράγμα καθ' εαυτό»(φιλοσ.) όρος τού Καντ που σημαίνει την απόλυτη, δηλαδή ανεξάρτητη από τη γνωστική δυνατότητα τού ανθρώπου, ιδιότητα τού όντος, σε αντιδιαστολή προς το φαινόμενο, που συνδέεται με τη γνωστική δυνατότητα τού ανθρώπου, ενώ το πράγμα καθ' εαυτό είναι νοούμενο αλλά απρόσιτο στην ανθρώπινη γνώσηβ) «σπουδαίο πράγμα»i) σημαντική, αξιόλογη υπόθεση ή ασχολία («σπουδαίο πράγμα να είναι κανείς ελεύθερος»)ii) ασήμαντη υπόθεση ή ασχολία («τί, σπουδαίο πράγμα που πήγε ταξίδι στο εξωτερικό;»)γ) «σιγά το πράγμα» — λέγεται για να δηλώσει κάτι το ασήμαντοδ) «τί πράγμα είναι αυτός;» — τί είδους άνθρωπος είναι αυτός;ε) «τί πράγματα είναι αυτά;» — τί συμπεριφορά, τί διαγωγή είναι αυτή;στ) «είμαι [μέσα] στα πράγματα»i) ανήκω στο κυβερνών κόμμαii) κατέχω σημαντική θέση που μού δίνει τη δυνατότητα να είμαι ενημερωμένος για ό,τι συμβαίνειiii) (ειρωνικά) είμαι στο κέφι, είμαι μεθυσμένοςζ) «σού είναι αυτός ένα πράγμα [ή ένα πραγματάκι]» — λέγεται για άνθρωπο πολύ πονηρό, στον οποίο δεν μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνηη) «δημόσια πράγματα» — οι κρατικές υποθέσεις9. παροιμ. α) «κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο» — λέγεται για να δηλώσει ότι καθετί πρέπει να γίνεται την κατάλληλη στιγμή για να έχει νόημα, αξίαβ) «άμα ζεις και δίνεις πράμα, θέλεις μια με την καμπάνα» — λέγεται για να δηλώσει ότι είναι αφελής και άμυαλος όποιος μοιράζει την περιουσία του, ενώ είναι ακόμη εν ζωήαρχ.1. σπουδαίο, σημαντικό αντικείμενο ή έργο («ὡς οὐδέν ὃν πρᾱγμα, εἰ καὶ αποθάνοι», Πλάτ.)2. (κατ' ευφημισμό) υποκείμενον «καὶ σοφισταῑς οὐκ ἐκχωρεῑν μέμφεσθαι τούτῳ τῷ πράγματι», Πλάτ.)3. καθετί ωφέλιμο ή αναγκαίο4. μάχη που έχει ήδη διεξαχθεί («ὡς οἱ σωθέντες ἐκ τοῡ πράγματος ἀπέφυγον», Ξεν.)5. η ερωτική υπόθεση τού Αρμοδίου και τού Αριστογείτονος6. (μόνον στον τ. πρῆχμα) ποσό χρημάτων που εισπράχθηκαν7. στον πληθ. τὰ πράγματαα) κατάσταση ασθενούς («τὰ τῶν νοσεόντων πράγματα», Ιπποκρ.)β) πολιτεία, κράτος, αυτοκρατορία («τὰ Περσικὰ πράγματα» — το περσικό κράτος, η περσική δύναμη, Ηρόδ.)γ) κυβέρνηση, διοίκηση («δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν εἶχε τὰ πράγματα», Θουκ.)δ) ο κόσμος και τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται («εἴ τις ἐξ ἀρχῆς τὰ πράγματα φυόμενα βλέψειεν», Αριστοτ.)8. φρ. α) «γυναίου πρᾱγμα ποιῶ» — κάνω γυναικεία καμώματαβ) «τὰ μετέωρα πράγματα» — αυτά που βρίσκονται στον ουρανόγ) «ἄμαχον πρᾱγμα» — γυναίκαδ) «πρῆγμά ἐστι [ή ἐστί] μοι»(με απαρέμφατο) i) είναι καλό ή αναγκαίο να...ii) είναι έργο ή καθήκον μου να...ε) «τὸ σὸν τί ἐστι πρᾱγμα;» — με τί ασχολείσαι; στ) «μέγα πρᾱγμα» — πολύ σπουδαίος άνθρωποςζ) «μέγιστον πρᾱγμα [εἰμὶ] παρά τινι» — εκτιμούμαι πολύ από κάποιονη) «νεώτερα πράγματα» — νεωτερισμοί, καινοτομίεςθ) «οἱ ἐπὶ τοῑς πράγμασι ὄντες» ή «οἱ ἐπὶ τῶν πραγμάτων» — οι κυβερνώντεςι) «ὁ ἐπὶ τῶν πραγμάτων» — τίτλος ανώτατου υπαλλήλου στο κράτος τών Σελευκιδώνια) «πράγματα ἔχω» — ενοχλούμαι με κάτιιβ) «πράγματα παρέχω τινι» — ενοχλώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρᾶγμα < θ. πραγ- τού πράττω* (πρβλ. παρακμ. πέ-πρᾱγ-α) + κατάλ. -μα, ενώ ο τ. πρήχμα πιθ. < *πρᾱκσμα ή *πρᾱγ-σμα].
Dictionary of Greek. 2013.